ἑτερόμορφος — of different masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόμορφον — ἑτερόμορφος of different masc/fem acc sg ἑτερόμορφος of different neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομόρφους — ἑτερόμορφος of different masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόμορφα — ἑτερόμορφος of different neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερομορφία — η (Μ ἑτερομορφία) [ετερόμορφος] νεοελλ. (για ζώα, φυτά και ορυκτά) η εμφάνιση ενός είδους με περισσότερες από μία μορφές μσν. (για τον Μινώταυρο) η παρέκκλιση από τη συνηθισμένη φυσική μορφή, η τερατομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερομορφία <… … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
ψευδόπλασμα — το, Ν ιατρ. ετερόμορφος ιστός ή βλάστη μα, σε αντιδιαστολή προς το νεόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλάσμα. Η λ., στον πληθ. ψευδοπλάσματα, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
ԱՅԼԱԿԵՐՊ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. եւս եւ գ. յոքն. ἐτερόμορφος, ἔτερος , διαφέρων, διάφορος, παρηλλαγμένος, ἑξηλλαγμένος qui formae diversae est, alienus, diversus, differens… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)