ετερόμορφος

ετερόμορφος
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων τού ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, πολύ-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑτερόμορφος — of different masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόμορφον — ἑτερόμορφος of different masc/fem acc sg ἑτερόμορφος of different neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερομόρφους — ἑτερόμορφος of different masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόμορφα — ἑτερόμορφος of different neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερομορφία — η (Μ ἑτερομορφία) [ετερόμορφος] νεοελλ. (για ζώα, φυτά και ορυκτά) η εμφάνιση ενός είδους με περισσότερες από μία μορφές μσν. (για τον Μινώταυρο) η παρέκκλιση από τη συνηθισμένη φυσική μορφή, η τερατομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερομορφία <… …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόπλασμα — το, Ν ιατρ. ετερόμορφος ιστός ή βλάστη μα, σε αντιδιαστολή προς το νεόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλάσμα. Η λ., στον πληθ. ψευδοπλάσματα, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԼԱԿԵՐՊ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. եւս եւ գ. յոքն. ἐτερόμορφος, ἔτερος , διαφέρων, διάφορος, παρηλλαγμένος, ἑξηλλαγμένος qui formae diversae est, alienus, diversus, differens… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”